κροταλιστής

κροταλιστής
ο, θηλ. κροταλίστρια (Α κροταλιστής, θηλ. κροταλίστρια και κροταλιστρίς) [κροταλίζω]
αυτός που παίζει τα κρόταλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κροταλιστρίς — κροταλιστρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κροταλιστής …   Dictionary of Greek

  • κροτιστής — κροτιστής, ὁ (Μ) [κροτίζω] αυτός που παίζει τα κρόταλα, ο κροταλιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”